- κατασκήνωμα
- κατασκήνωμα, τὸ (Α) [κατασκηνώ (III)]κάλυμμα, σκέπασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκήνωμα — covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκηνωμάτων — κατασκήνωμα covering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκηνώματα — κατασκήνωμα covering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδένδυτος — ον, Α αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῡ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ ένδυτος)] … Dictionary of Greek